- δυωκαιεικοσίμετρος
- δυωκαιεικοσίμετρος, -ον (Α)αυτός που έχει χωρητικότητα είκοσι δύο μέτρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυωκαιεικοσίμετρον — δυωκαιεικοσίμετρος holding twenty two measures masc/fem acc sg δυωκαιεικοσίμετρος holding twenty two measures neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)